- σιγανοπόταμο
- το, Νμτφ. (για πρόσ.) σιγανοπαπαδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγανός + ποτάμι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φραγκοπαναγιά — η 1. η Παναγία των Φράγκων (των καθολικών). 2. μτφ. (ειρωνικά), γυναίκα που εμφανίζεται σεμνή, σιγανοπαπαδιά, σιγανό ποτάμι, σιγανοπόταμο, αθώα περιστερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)